- ἀγένειος
- ἀγένειοςbeardlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγένειος — α, ο (Α ἀγένειος ον) [γένειον] ο αγένειαστος* αρχ. αυτός που αρμόζει σε έφηβο, εφηβικός, νεανικός … Dictionary of Greek
αγένειος, -ειο — αυτός που δεν έχει ακόμη γένια: Ήταναγένειο παλικάρι, όταν έχασε τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγενείως — ἀγένειος beardless adverbial ἀγένειος beardless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγένειον — ἀγένειος beardless masc/fem acc sg ἀγένειος beardless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείοις — ἀγένειος beardless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείου — ἀγένειος beardless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείους — ἀγένειος beardless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείων — ἀγένειος beardless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείῳ — ἀγένειος beardless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγένειοι — ἀγένειος beardless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)